Πλατεία Βικτωρίας. Επόμενη Στάση;
Δευτέρα πρωί, ώρα οχτώ. Πρωινό ξύπνημα για όλη την πόλη, μα όχι για τους πρόσφυγες στην πλατεία Βικτωρίας που άγρυπνοι κάνουν σχέδια για την πορεία του ταξιδιού τους. Σκόρπιες παρέες στην πλειοψηφία τους νεαροί άνδρες καταλαμβάνουν τα παγκάκια σε όλη την έκταση της πλατείας, κάποιοι καθισμένοι στα παρτέρια, ακόμα και στο πλακόστρωτο, λίγα πράγματα θυμίζουν την πλατεία πριν το βροχερό διήμερο. Οι Σύριοι έχουν εγκαταλείψει το χώρο, εφόσον με τη βροχή μεταφέρθηκαν σε στεγασμένους χώρους στο Γαλάτσι και το Καλαμάκι στο Ελληνικό και τώρα η πλατεία Βικτωρίας φιλοξενεί πρόσφυγες από το Αφγανιστάν που αναγκάστηκαν να φύγουν λόγω της τεταμένης κατάστασης στη χώρα τους. Οι σκηνές έχουν απομακρυνθεί, ο χώρος έχει καθαριστεί, τα σκουπίδια πλέον μαζεμένα σε σακούλες, ηρεμία κυριαρχεί τώρα στην πλατεία, την οποία κατά καιρούς την σπάει ο ερχομός των νεοφερμένων ομάδων που εξέρχονται από τον σταθμό και ενσωματώνονται στις ήδη εγκατεστημένες ομάδες. Λιγοστές κουβέντες ανταλλάσσονται μεταξύ τους καθώς συστήνονται, λακωνικές απαντήσεις δίνουν και παίρνουν, η ταλαιπωρία είναι εμφανής στα πρόσωπα όλων. Τα υπάρχοντα τους περιορίζονται σε μικρά σακίδια πλάτης που απλώνονται στο έδαφος, καθώς οι κάτοχοι τους κάθονται να μοιραστούν τα τρόφιμα τα οποία έχουν επίσης προμηθευτεί. Η τροφή συνίσταται μόνο σε φρατζόλες ψωμιού και τυρί, οι μερίδες μικρές, όμως μοιράζονται ακριβοδίκαια σε όλους. Αστυνομία περιπολεί περιφερειακά την πλατεία, προσέχοντας για τυχόν συμπλοκές, περαστικοί, διερχόμενοι της πλατείας, δε γυρίζουν το βλέμμα, αποστασιοποιημένοι, μοιάζουν συνειδητά αλώβητοι του τραγικού της κατάστασης. Η 32χρονη Κλάρα, υπάλληλος αλυσίδας φαστφουντάδικου απέναντι από την πλατεία λέει: « Εξαφανίστηκαν όλοι οι Σύριοι. Έρχονταν πρωί και έφευγαν βράδυ. Στην περίπτωση που έπρεπε να διανυκτερεύσουν οι περισσότεροι πήγαιναν σε ξενοδοχεία. Έχουν λεφτά αυτοί, τους τα στέλνουν. Μόνο Αφγανοί έχουν μείνει.»
Πλησιάζω μια κοντινή παρέα, κανείς τους δε μιλάει αγγλικά, ψάχνουν τριγύρω για ικανό διερμηνέα τον οποίο και περικυκλώνουν, πρόθυμοι όλοι να βοηθήσουν και να αφηγηθούν τις εμπειρίες τους. Όλοι τους πρόσφυγες από το Αφγανιστάν μέχρι 20 ετών, δηλώνουν ομόφωνα ότι έχουν αφήσει πίσω τις οικογένειες τους και ότι το ταξίδι τους, μακρύ και δύσκολο, περιλάμβανε κάθε δυνατό μέσο, ακόμα και πολυήμερο περπάτημα. Προορισμοί τους η Αγγλία, η Γερμανία και η Σουηδία, χώρες που κατά τη γνώμη τους προσφέρουν «κατάλληλες υπηρεσίες και αποδεκτές συνθήκες ζωής και εργασίας». Οι περισσότεροι διαμένουν στην Ελλάδα λιγότερο από δύο μέρες, η ημερομηνία αναχώρησης είναι η συντομότερη, χαρακτηρίστηκε «απόφαση στιγμής», αλλά σίγουρα δε σκοπεύουν να παραμείνουν. Κατευθύνονται με ειδικά λεωφορεία στα σύνορα με τη Σερβία ή στη «Macedonia» όπως αναφέρουν, όπου και θα αλλάξουν συγκοινωνία για τον τελικό τους προορισμό. «Καμία βοήθεια από το κράτος, μόνο το camp που ευτυχώς μας χωράει όλους» λέει ο Jabar, ετών 19 και συνεχίζει: «Λίγοι πολίτες προσφέρουν εθελοντικά είδη πρώτης ανάγκης, ρούχα και τρόφιμα, αλλά εγώ είχα γνωστούς με τους οποίους επικοινωνούσα και με βοήθησαν. Ταξίδεψα για δύο βδομάδες με άλλα χίλια άτομα, κάποιοι έμειναν στα μισά, αλλά όλοι μαζί θα φύγουμε, δε χωριζόμαστε. Δεν έχω καμία επικοινωνία με την οικογένεια μου, θέλουν κι αυτοί όμως να φύγουν».
Η οικονομική κατάσταση, τροχοπέδη που μεταβάλλει τα δεδομένα του ταξιδιού και σε ορισμένες περιπτώσεις το καθυστερεί. Συγκεκριμένα ο Hamed, ετών 20, ανέβαλλε το ταξίδι του προς Αγγλία έξι μήνες με στάση στην Τουρκία, όπου και εργάστηκε μαζί με άλλους δύο συνταξιδιώτες φίλους του για να εξασφαλίσει οικονομικά τη συνέχεια του. « Δε ξέρω πως θα τα καταφέρω, θέλω αργότερα να γυρίσω, είναι η πατρίδα μου» αναφέρει χαρακτηριστικά. Ο εκβιασμός από τους υποστηρικτές της ισλαμικής θρησκείας αναφέρεται ως θεμέλιος λίθος της προσφυγιάς. «Απείλησαν ότι θα με σκοτώσουν» δηλώνει με πίκρα ο 17χρονος Milad, «Τελείωσα το σχολείο, ήθελα να σπουδάσω λογοτεχνία, όμως έκανα το λάθος να πιάσω δουλειά με χριστιανούς εργοδότες. Με έπιασαν και με απείλησαν. Έχασα τα πάντα. Δεν ήθελα. Είχα την οικογένεια μου, τους φίλους μου, είχα τη δουλειά μου και με ανάγκασαν να τα αφήσω. Και γιατί όλα αυτά; Για το τίποτα.» Το τι θα γίνει άγνωστο, μόνιμη λύση στο γενικευμένο πρόβλημα δεν υπάρχει ακόμα, το μόνο που μπορούν να κάνουν από εδώ και στο εξής αυτές οι ευπαθής ομάδες είναι υπομονή. Από μένα καλή τύχη.
Πλησιάζω μια κοντινή παρέα, κανείς τους δε μιλάει αγγλικά, ψάχνουν τριγύρω για ικανό διερμηνέα τον οποίο και περικυκλώνουν, πρόθυμοι όλοι να βοηθήσουν και να αφηγηθούν τις εμπειρίες τους. Όλοι τους πρόσφυγες από το Αφγανιστάν μέχρι 20 ετών, δηλώνουν ομόφωνα ότι έχουν αφήσει πίσω τις οικογένειες τους και ότι το ταξίδι τους, μακρύ και δύσκολο, περιλάμβανε κάθε δυνατό μέσο, ακόμα και πολυήμερο περπάτημα. Προορισμοί τους η Αγγλία, η Γερμανία και η Σουηδία, χώρες που κατά τη γνώμη τους προσφέρουν «κατάλληλες υπηρεσίες και αποδεκτές συνθήκες ζωής και εργασίας». Οι περισσότεροι διαμένουν στην Ελλάδα λιγότερο από δύο μέρες, η ημερομηνία αναχώρησης είναι η συντομότερη, χαρακτηρίστηκε «απόφαση στιγμής», αλλά σίγουρα δε σκοπεύουν να παραμείνουν. Κατευθύνονται με ειδικά λεωφορεία στα σύνορα με τη Σερβία ή στη «Macedonia» όπως αναφέρουν, όπου και θα αλλάξουν συγκοινωνία για τον τελικό τους προορισμό. «Καμία βοήθεια από το κράτος, μόνο το camp που ευτυχώς μας χωράει όλους» λέει ο Jabar, ετών 19 και συνεχίζει: «Λίγοι πολίτες προσφέρουν εθελοντικά είδη πρώτης ανάγκης, ρούχα και τρόφιμα, αλλά εγώ είχα γνωστούς με τους οποίους επικοινωνούσα και με βοήθησαν. Ταξίδεψα για δύο βδομάδες με άλλα χίλια άτομα, κάποιοι έμειναν στα μισά, αλλά όλοι μαζί θα φύγουμε, δε χωριζόμαστε. Δεν έχω καμία επικοινωνία με την οικογένεια μου, θέλουν κι αυτοί όμως να φύγουν».
Η οικονομική κατάσταση, τροχοπέδη που μεταβάλλει τα δεδομένα του ταξιδιού και σε ορισμένες περιπτώσεις το καθυστερεί. Συγκεκριμένα ο Hamed, ετών 20, ανέβαλλε το ταξίδι του προς Αγγλία έξι μήνες με στάση στην Τουρκία, όπου και εργάστηκε μαζί με άλλους δύο συνταξιδιώτες φίλους του για να εξασφαλίσει οικονομικά τη συνέχεια του. « Δε ξέρω πως θα τα καταφέρω, θέλω αργότερα να γυρίσω, είναι η πατρίδα μου» αναφέρει χαρακτηριστικά. Ο εκβιασμός από τους υποστηρικτές της ισλαμικής θρησκείας αναφέρεται ως θεμέλιος λίθος της προσφυγιάς. «Απείλησαν ότι θα με σκοτώσουν» δηλώνει με πίκρα ο 17χρονος Milad, «Τελείωσα το σχολείο, ήθελα να σπουδάσω λογοτεχνία, όμως έκανα το λάθος να πιάσω δουλειά με χριστιανούς εργοδότες. Με έπιασαν και με απείλησαν. Έχασα τα πάντα. Δεν ήθελα. Είχα την οικογένεια μου, τους φίλους μου, είχα τη δουλειά μου και με ανάγκασαν να τα αφήσω. Και γιατί όλα αυτά; Για το τίποτα.» Το τι θα γίνει άγνωστο, μόνιμη λύση στο γενικευμένο πρόβλημα δεν υπάρχει ακόμα, το μόνο που μπορούν να κάνουν από εδώ και στο εξής αυτές οι ευπαθής ομάδες είναι υπομονή. Από μένα καλή τύχη.